κέρας

κέρας
κέρας
a drinking horn ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες fr. 166. 4.
b branch of a river Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας i. e. by the sea's bank, the end of a branch of the Nile, viz. where the eastern branch of the Nile delta flows into lake Tanais fr. 201. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεράς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω …   Dictionary of Greek

  • κερά — κεράς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράδες — κεράς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράεσσιν — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”